- τσουγγράνα
- και τσουγκράνα και τζουγγράνα και τζουγκράνα και ζουγκράνα, η, Ν1. γεωργικό εργαλείο με σιδερένια δόντια, προσαρμοσμένα στο άκρο ξύλινου στειλεού, το οποίο χρησιμοποιείται για τον καθαρισμό τού χώματος τών κήπων από πέτρες και άλλα άχρηστα αντικείμενα2. ξύλινος πήχυς, όμοιος με χτένι, που χρησιμοποιείται για το ξέμπλεγμα νήματος3. νεροκολοκύθα.[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. παρ. τού ρ. τσουγκρανίζω].
Dictionary of Greek. 2013.