τσουγγράνα

τσουγγράνα
και τσουγκράνα και τζουγγράνα και τζουγκράνα και ζουγκράνα, η, Ν
1. γεωργικό εργαλείο με σιδερένια δόντια, προσαρμοσμένα στο άκρο ξύλινου στειλεού, το οποίο χρησιμοποιείται για τον καθαρισμό τού χώματος τών κήπων από πέτρες και άλλα άχρηστα αντικείμενα
2. ξύλινος πήχυς, όμοιος με χτένι, που χρησιμοποιείται για το ξέμπλεγμα νήματος
3. νεροκολοκύθα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. παρ. τού ρ. τσουγκρανίζω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ζουγκράνα — η βλ. τσουγγράνα …   Dictionary of Greek

  • τσουγγρανίζω — και τσουγκρανίζω και τζουγγρανίζω και τζουγκρανίζω και τσαγ Υρουνίζω και τσαγκρουνίζω και τζαγκουρνίζω και ζουγκρανίζω Ν 1. καθαρίζω με την τσουγγράνα 2. γρατσουνίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < γρατσουνίζω / γρατσουνώ] …   Dictionary of Greek

  • τσουγγρανιά — και τσουγκρανιά και τζουγγρανιά και τζουγκρανιά και τσαγγρουνιά και τσαγκρουνιά και ζουγκρανιά, η, Ν αμυχή, γρατζουνιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < τσουγγράνα + κατάλ. ιά (πρβλ. μαχαιρ ιά). Ο τ. τσαγγρουνιά με αντιμετάθεση τών φωνηέντων] …   Dictionary of Greek

  • χτένι — το / κτένιον, ΝΜΑ, και κτένι Ν, και κτένιν Μ εργαλείο που φέρει στη μία, ιδίως, πλευρά, πυκνές οδοντωτές προεξοχές για τον χωρισμό και την τακτοποίηση τών μαλλιών, η τσατσάρα νεοελλ. 1. εξάρτημα τού αργαλειού, που διαχωρίζει τις κλωστές τού… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”